αγγειόσπερμα

αγγειόσπερμα
Η σημαντικότερη από τις δύο υποδιαιρέσεις των φανερόγαμων φυτών· σε αυτή περιλαμβάνονται όλα τα φυτά που έχουν άνθη και παράγουν σπέρματα, τα οποία περιέχονται στην ωοθήκη, ενώ στα γυμνόσπερμα τα ωοκύτταρα είναι γυμνά. Η ωοθήκη των α. είναι κλειστή κοιλότητα, μέσα στην οποία τα ωοκύτταρα έχουν διάταξη και θέση (συγκρότηση καρπόφυλλων) που ποικίλλουν από ομάδα σε ομάδα φυτών. Επάνω στην ωοθήκη υπάρχουν ένας ή περισσότεροι στύλοι, που έχουν στην κορυφή τους ένα ή περισσότερα στίγματα και συγκροτούν τον ύπερο. Ο ύπερος σχηματίζεται από τη σύντηξη και μεταμόρφωση των καρπόφυλλων, των οποίων ο αριθμός, η μορφή και οι διαστάσεις ποικίλλουν. H γονιμοποίηση του ωοκυττάρου γίνεται όταν ένας κόκκος γύρης, που πέφτει ή μεταφέρεται επάνω στο στίγμα, αναπτύσσεται σε σωληνοειδή προβολή, η οποία, εισχωρώντας κατά μήκος του στύλου, φτάνει στον σπερματικό πυρήνα του ωοκυττάρου και τον γονιμοποιεί. Αμέσως ύστερα από το φαινόμενο αυτό σχηματίζεται ένας ειδικός ιστός, το δευτερογενές ενδοσπέρμιο, που αντιστοιχεί σε ένα από τα σημαντικότερα μέρη στη διάρθρωση του μελλοντικού σπέρματος. Τα α. περιλαμβάνουν περισσότερα από 195.000 είδη και υποδιαιρούνται σε δύο κλάσεις: τα δικοτυλήδονα και τα μονοκοτυλήδονα. Η διάκριση αυτή οφείλεται, όπως δείχνουν και οι αντίστοιχοι όροι, στον αριθμό των κοτυλήδονων που έχει σπέρμα. Τα α., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο γνωστά και διαδεδομένα φυτά, συναντιούνται σε όλες τις ηπείρους, σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, με εξαίρεση μόνο τις περιοχές όπου δεν είναι δυνατόν να ζήσουν ανώτερα φυτά. Στα α. ανήκουν δέντρα, δενδρύλλια, μικροί θάμνοι, φρύγανα και πόες, που αποτελούν περίπου τα 80-90% των φυτών της αγγειακής αυτοφυούς χλωρίδας (εξαιρούνται επομένως τα φύκια, οι μύκητες, οι λειχήνες και τα βρυόφυτα) όλων των περιοχών. Άλλοτε με άνθη πολύχρωμα και εντυπωσιακά και άλλοτε με μικροσκοπικά, οπότε συχνά έχουν διακοσμητικό φύλλωμα, τα α. ανήκουν στην κατηγορία των διακοσμητικών φυτών. Από την άποψη της εμφάνισής τους στον γήινο πλανήτη, τα α. είναι τα νεότερα φυτά, γνωστά μόνο από το ιουρασικό και ειδικότερα από το κρητιδικό και μετά· τα πρώτα έχουν εμφανιστεί περίπου πριν 150 εκατ. χρόνια από σήμερα. Στα αγγειόσπερμα, τα ωοκύτταρα είναι κλεισμένα μέσα στην ωοθήκη, όπως φαίνεται στο κέντρο αυτής της εγκάρσιας τομής κάλυκα παπαρούνας.
* * *
τα (Βοτ)
οικογένεια φανερόγαμων φυτών που τα σπέρματά τους είναι κλεισμένα σε αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < angiospermae, νεολατιν. επιστημονικός όρος < ελλ. αγγείο + σπέρμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγγειόσπερμα — τα μόνο στον πληθ. (βοτ.), η μεγαλύτερη οικογένεια φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρητιδικό — Η πιο πρόσφατη περίοδος του μεσοζωικού αιώνα. Η ονομασία της προέρχεται από την κρητίδα, τη γνωστή κιμωλία, πέτρωμα μαλακό, ασβεστολιθικό και σχεδόν λευκό, που αποτέθηκε κατά το τέλος του κ. σε εκτεταμένες ζώνες της βορειοανατολικής Ευρώπης (για… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • σπερματόφυτα — Φυτά στα οποία το γονιμοποιημένο ωάριο (σπερμοβλάστης) μετατρέπεται σε σπόρο. Αντιστοιχούν προς τα λεγόμενα φανερόγαμα ή ανθόφυτα (γυμνόσπερμα και αγγειόσπερμα) που αναπαράγονται με σπέρματα, σε αντίθεση με τα σποριόφυτα (θαλλόφυτα, βρυόφυτα,… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

  • άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”